- εξηγώ
- και ξηγώ, -άω (AM ἐξηγῶ, -έω, Α και ἐξηγοῡμαι, -έομαι)1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.)2. μεταφράζωνεοελλ.1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου»)2. μέσ. δίνω εξηγήσεις για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις (εξηγήθηκα με τον συνεταίρο μου»)3. ζητώ συγγνώμημσν.1. μνημονεύω, αναφέρω2. ορίζω, καθορίζωαρχ.-μσν.περιγράφω, διηγούμαι με λεπτομέρειες («τοιαῡτ' ἐμοῡ λόγοισιν ἐξηγουμένου», Αισχύλ.)αρχ.1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι («τῶν δ' ἐξηγείσθω», Ομ. Ιλ.)2. κατέχω κάτι, έχω στην κυριαρχία μου («εξηγοῡμαι τοῡ θρόνου»)3. κυβερνώ, διοικώ4. προηγούμαι, προπορεύομαι5. δείχνω τον δρόμο, καθοδηγώ («ἅ δ' ἑκάτεροι ἐξηγεῑσθε τοῑς συμμάχοις», Θουκ.)6. οδηγώ στράτευμα ως αρχηγός7. υπαγορεύω σε κάποιον επίσημο κείμενο («αὐτὸς ἐξηγεῑτο τὸν νόμον [τοῡτον] τῷ κήρυκι», Δημοσθ.)8. διατάζω («ποιἡσουσι τοῡτο, τὸ ἄν ἐκεῑνος ἐξηγέηται», Ηρόδ.)9. (για μάντη) υποδεικνύω, συμβουλεύω («ὁ μάντις ἐξηγεῑτό σοι μητροκτονεῑν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηγώ, μόνο εν συνθέσει < ηγούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.